σπινθήρας

σπινθήρας
ο
1.σπίθα: Από σπινθήρα της μηχανής πήραν φωτιά τα ξερά χορτάρια.
2. λάμψη και κρότος από την ένωση ετερώνυμων ηλεκτρικών φορτίων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σπινθήρας — Ηλεκτρική εκκένωση που παράγεται με διάσπαση συνοδευόμενη από αιφνίδια λάμψη και χαρακτηριστικό ξηρό θόρυβο. Ο σ. παράγεται όταν η τιμή της διαφοράς δυναμικού μεταξύ δύο σωμάτων ηλεκτρικά φορτισμένων υπερβεί την τιμή αντίστασης του διηλεκτρικού… …   Dictionary of Greek

  • σπινθῆρας — σπινθήρ spark masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπινθηριστής — Ηλεκτρική διάταξη παραγωγής σπινθήρων. Αποτελείται βασικά από δύο ηλεκτρόδια, συνήθως μορφής ακίδας, μεταξύ των οποίων εκσπά ηλεκτρικός σπινθήρας, όταν η ηλεκτρική τάση που εφαρμόζεται σ’ αυτά υπερβεί μια ορισμένη τιμή, εξαρτώμενη από την… …   Dictionary of Greek

  • διανομέας — Όργανο ή σύνολο οργάνων με τα οποία εισάγεται στις μηχανές που λειτουργούν με κινητήριο ρευστό το ρευστό αυτό. Στις παλινδρομικές ατμομηχανές ο δ. ρυθμίζει τις διάφορες φάσεις του κινητήριου ρευστού στο εσωτερικό του κυλίνδρου, με το άνοιγμα και… …   Dictionary of Greek

  • ευδιόμετρο — Συσκευή για τον ποσοτικό προσδιορισμό των αερίων, τα οποία συμμετέχουν σε μια χημική αντίδραση. Το ε. αποτελείται από έναν γυάλινο βαθμονομημένο σωλήνα με πολύ ισχυρά τοιχώματα, ο οποίος μπορεί να παίρνει διάφορα σχήματα. Στη μία άκρη του σωλήνα… …   Dictionary of Greek

  • τόξο ηλεκτρικό — Ειδικός τύπος ηλεκτρικής εκκένωσης μεταξύ δύο ηλεκτροδίων, συνήθως από άνθρακα, μέταλλο ή μεικτά. Από τους διάφορους τύπους ηλεκτρικού τόξου μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει το βολταϊκό, που χρησιμοποιείται ως ισχυρή φωτεινή πηγή στη φασματοσκοπία,… …   Dictionary of Greek

  • έναυσμα — το (Α ἔναυσμα) 1. ό,τι χρησιμεύει για άναμμα, το προσάναμμα 2. μτφ. ό,τι διεγείρει, ό,τι χρησιμεύει για εξέγερση ή παρόρμηση 3. (πυροβ.) το μέσο με το οποίο επιτυγχάνεται η μετάδοση πυρός σε μία γόμωση εκρηκτικής ύλης ή και η ενίσχυση τού πυρός… …   Dictionary of Greek

  • αζίνα — η 1. σπινθήρας από ανθρακιά, σπίθα 2. σχίζα πεύκου, δαδί, προσάναμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άζα. ΣΥΝΘ. αζινοβολώ, αζινολογώ] …   Dictionary of Greek

  • αναλαμπή — η [αναλάμπω] 1. αιφνίδια και σύντομη λάμψη φωτός ή γυαλιστερού αντικειμένου, λαμπύρισμα 2. σπινθήρας, σπίθα ή φλόγα φωτιάς 3. αιφνίδια και σύντομη επαναλειτουργία μιας χαμένης σωματικής, ψυχικής ή πνευματικής ιδιότητας, φωτεινό διάλειμμα 4.… …   Dictionary of Greek

  • επαστράπτω — ἐπαστράπτω (Α) 1. αστράφτω πάνω σε κάτι ή απλώς αστράφτω («ἐνίοις ἐπήστραψε δεξιόν», Πλούτ., «σπινθῆρας ἐπαστράπτουσα», Νόνν.) 2. λάμπω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”